Χόρευε, χόρευε!

Οι περισσότεροι από εμάς πηγαίναμε σε παιδικά πάρτι όταν ήμασταν μικροί. Από αυτά θυμάμαι παραδόξως αρκετά πράγματα, αλλά όχι πάντα τα πιο σημαντικά: θυμάμαι σαν χθες, π.χ., μία γενική γεύση τούρτας – αυτή της σαντιγί, όπως επίσης ότι πάντα έπινα πορτοκαλάδα, με αποτέλεσμα να έχω φρέσκια ακόμα στο στόμα, όποτε το σκέφτομαι, την παράξενη αίσθηση που άφηνε αυτός ο συνδυασμός λιπαρής ουσίας και ανθρακικού. Πιο έντονα από όλα, όμως, θυμάμαι την πικρία με την οποία σχεδόν πάντα αποχωρούσα.

Στα πάρτι αυτά που όλα τα παιδιά χόρευαν άκουγα συχνά τη μητέρα μου, αν βρισκόταν μαζί μου, να με παρακινεί να χορέψω κι εγώ. Κι όχι μόνο αυτή,  ακόμα ακούω τις φωνές των άλλων, τις γειτόνισσες και οικογενειακές φίλες να ρωτάνε, «Γιατί δεν χορεύεις κι εσύ;» Και πιο επιτακτικά, «Σήκω, πήγαινε χόρεψε μαζί τους!» Και τότε αποφάσιζα να χορέψω. Ναι, τα χέρια μου ίδρωναν και άλλαζα συνέχεια θέσεις, λέγοντας διαρκώς από μέσα μου, Όχι τώρα αλλά στο επόμενο τραγούδι θα χορέψω. Ή, όσο γελοίο κι αν ακούγεται τώρα, περίμενα να βάλει ένα συγκεκριμένο τραγούδια, τα γνωστά Παπάκια, μόνο και μόνο επειδή τα βήματα εκεί είναι προκαθορισμένα.

Μερικές φορές έβαζε πράγματι τα Παπάκια και τότε ίσως και να σηκωνόμουν.

Αυτή η ζήλεια, η βαθιά επιθυμία να φτάσω στο επίπεδό τους, θα έβρισκε το δρόμο της να με κυριεύσει ούτως ή άλλως.

Ζούσα τότε ελάχιστα λεπτά μιας εξωπραγματικής εμπειρίας όπου το μουδιασμένο σώμα μου ήταν λες και αιωρείτο από πάνω μας, παρατηρώντας τον χορό. Και μετά επέστρεφα όσο πιο γρήγορα μπορούσα πίσω στη θέση μου, πριν προλάβει καν να ξεκινήσει το επόμενο τραγούδι. Χωρίς καθυστέρηση έλεγα πάλι, Στο επόμενο τραγούδι θα σηκωθώ! Στο επόμενο θα σηκωθώ! Το επαναλάμβανα από μέσα μου, όμως όταν το τραγούδι ξεκινούσε με έβρισκε ακόμα να επαναλαμβάνω, Στο επόμενο, στο επόμενο!

Φυσικά, ξέχασα να αναφέρω πως θαύμαζα αυτούς που χόρευαν, ιδιαίτερα τα αγόρια της ηλικίας μου, αφού μόνο μαζί τους μπορούσα να συγκριθώ. Είχε μια ροή απολύτως φυσική ο τρόπος που χόρευαν, λες και ο χορός ήταν κινήσεις που έκαναν κάθε μέρα, θα μπορούσαν λόγω χάρη να τις κάνουν όσο παίζαμε, τις είχαν και τότε μέσα τους, αλλά αποφάσιζαν τώρα να τις επιδείξουν. Εγώ ούτε τις είχα ούτε τις έδειχνα. Κι όμως αντί να αποθαρρυνθώ, εντυπωσιαζόμουν και σκεφτόμουν πως, ναι κι εγώ μπορώ να το κάνω, όχι όμως τώρα, όχι, στο επόμενο τραγούδι. Και τότε, μετά από ποιος ξέρει πόσα τραγούδια, πόσες κασέτες ή δίσκους που είχαν αλλάξει -εννοείται πως τότε δεν υπήρχαν mp3 και ψηφιακή μουσική- αποφάσιζα να σηκωθώ. Μία δύναμη με έκανε να αναπηδήσω από τον καναπέ -μια δύναμη που φαινόταν να μην είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της βούλησής μου- και το σώμα μου στεκόταν σαν πέτρινος δρομέας, όρθιος, έτοιμος να σπάσει το καλούπι και να βγει.

Δεν ξέρω αν εν τέλει ήταν επειδή με παρακινούσε η μητέρα μου ή κάποιος άλλος, και για να πω την αλήθεια δεν νομίζω να έχει να κάνει με το γεγονός ότι μου το είχε ζητήσει κάποιος εξαρχής. Αυτή η ζήλεια, η βαθιά επιθυμία να φτάσω στο επίπεδό τους, θα έβρισκε το δρόμο της να με κυριεύσει ούτως ή άλλως.

Η ουσία είναι ότι αυτός ο αιώνιος δισταγμός, που με έκανε να μην απολαμβάνω κανένα πάρτι και να βρίσκομαι σε μία αδιάκοπη εγρήγορση, με ακολουθούσε και στα μετέπειτα πάρτι, από αυτά στο δημοτικό και στο γυμνάσιο μέχρι και στο λύκειο. Κι όσο μεγάλωνα, λογικό να μεγάλωνε και ο θαυμασμός μου για τους χορευτές, τους τόσο ικανούς συμμαθητές μου που διέθεταν ικανότητες που εγώ δεν διέθετα ή δεν μπορούσα να εξωτερικεύσω. Ίσως είναι και πιο όμορφοι γι’ αυτό μπορούν και χορεύουν, συχνά σκεφτόμουν, άλλωστε τα κορίτσια πάντα γοητεύονταν από τον χορό τους.

Επιστρέφω όμως στα παιδικά πάρτι και στο σημείο που σαν άγαλμα σηκωνόμουν -τα πόδια καρφωμένα στο πάτωμα, το σώμα να προεξέχει μπροστά- για να χορέψω. Το είχα πάρει απόφαση μετά από πολλή σκέψη και ναι, τότε ήταν επιτέλους το τραγούδι που θα χόρευα, δεν υπήρχε αμφιβολία. Και καθώς ένιωθα να εισχωρώ στον κλοιό του χορού, τότε η μητέρα μου ή -σε μεγαλύτερη ηλικία- οι φίλοι μου, μου έλεγαν έλα πάμε, ώρα να φύγουμε, το πάρτι τελείωσε.

Ο χορός μου φυσικά ποτέ δεν πραγματοποιόταν.

Και τότε, αντί να νιώθω ανακούφιση που γλίτωνα από αυτή τη διαδικασία, τη δοκιμασία καλύτερα, ήθελα να εξαφανιστώ. Αυτό που σχεδόν πραγματοποιήθηκε, γλιστρούσε παράλληλα προς την αντίθετη κατεύθυνση και θα το έχανα για πάντα, σαν δυο τρένα σε παράλληλες ράγες που πηγαίνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις και σε καθένα είναι συνεπιβάτης το άλλο μισό.

Πρόκειται για ένα μοτίβο συμπεριφοράς που έχω υιοθετήσει μέχρι σήμερα, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές. Το να σηκώνομαι να χορέψω με τους άλλους τη στιγμή που το πάρτι τελειώνει, αφήνοντας μου αμυδρά την εντύπωση ή καλύτερα την πρόγευση, ενός έστω πιθανού στροβιλίσματος.

2 Replies to “Χόρευε, χόρευε!”

Leave a comment